14/10 Ξημερώματα.
Μπερδεμένη βδομάδα σε μια μπερδεμένη ζωή. Πρέπει να βρω αυτό που με εκφράζει.
Πρέπει να βοηθήσω τους φίλους μου. Με χρειάζονται. ΔΕΝ πρέπει να απογοητεύσω
κανέναν, κυρίως τους γονείς μου. Και τελικά απογοητεύω τους πάντες κι εμένα.
Δεν είμαι ευτυχισμένος. Ζω την απόλυτη απάθεια, και με πιάνω σε στιγμές
αυτοκριτικής να μετανιώνω που ξοδεύω τη ζωή μου κάνοντας ένα πανέμορφο τίποτα.
Και μετά επιστρέφω στην απάθεια, μέχρι κάτι μικρό να με επαναφέρει για λίγο.
Δεν ξέρω αν έχω κάποιο πρόβλημα από γεννησιμιού. Είμαι πρακτικά ανίκανος να
εφαρμόσω το οτιδήποτε στη ζωή μου, αρκούμε στο να περάσω καλά για 10 λεπτά,
χωμένα και χαμένα στην απόλυτη μιζέρια. Ξεχνάω τι σκεφτόμουν και τι αποφάσισα 2
λεπτά πριν, μένω αδρανής και κλαίγομαι για τις αλλαγές που δεν έρχονται. Ακόμα
κι αυτή τη στιγμή ξέρω ότι αύριο το πρωί θα είναι σαν να την έζησε κάποιος
άλλος. Κι αυτό το πράγμα με κουράζει. Είμαι μόνιμα κουρασμένος και δεν περιμένω
να αλλάξει. Κουράστηκα από τη ζωή μου, κουράστηκα να τη ζω, κουράστηκα να μην
την ζω. Κούραση που νιώθω στο σώμα μου, δεν το καταλαβαίνει κανείς. Δεν θα
αρνηθώ ότι είμαι τεμπέλης, αλλά πλέον δεν έχω ενέργεια ούτε να ξυπνήσω. Ακόμα
κι ο ύπνος μου με κουράζει. Και μετά με πιάνω σε στιγμές που γελάω και βγαίνω
με τους φίλους μου, που προσπαθώ να γελάσουν κι αυτοί, που προσπαθώ να τους
βοηθήσω με ότι τους απασχολεί. Τους αγαπώ πολύ, σπουδαίοι άνθρωποι. Και για
λίγο παύω να τα θυμάμαι αυτά όλα, και είναι σαν να μην συνέβησαν και να μην
συμβαίνουν. Σιχάθηκα αυτή την διακύμανση, σιχάθηκα είναι η σωστή λέξη για να
την περιγράψει. Σιχάθηκα εμένα. Κι όμως αυτό το απαίσιο πράγμα που έχω
μετατρέψει την καθημερινότητά μου μού αρέσει.