Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

Für Elise*

Μαύρη και τσουρομαδημένη ήταν η κίσσα. Τα άλλοτε λαμπερά της φτερά διέσχιζαν τους ουρανούς, δεν γνώριζαν σύνορα. Δεν γνώριζαν περιορισμούς. Την γλίτωσαν πολλές φορές από τον θάνατο. Την έκρυβαν από κάθε επίδοξο θηρευτή, την προστάτευαν από το κρύο και τη βροχή. Τα φτερά της ήταν το μόνο μέσο της για να τραφεί.

Και τώρα...λαβωμένη, εξαντλημένη από αυτό το παιχνίδι γράφει για να τη διαβάσεις εσύ που τόσο την εντυπωσίασες. Μου έχει μιλήσει για σένα. Μπορεί και να το ξέρεις. Της θυμίζεις την ελευθερία που κάποτε γεύτηκε μεσουρανίς. Εμένα μου θυμίζεις το αίσθημα ζήλιας που μου προκαλεί η μεγαλειώδης ύπαρξή σου, που αρκεί με μια της σκέψη να με συνθλίψει.

Ίσως πάλι να συμβαίνει το ανάποδο και να της μίλησα εγώ για σένα. Ίσως να μην χρειάστηκε, όλοι μας κρύβουμε μια κίσσα μέσα μας. Και μπορεί να μην συλλέγω γυαλιστερά αντικείμενα, συλλέγω λαμπερές σκέψεις όμως. Πιο λαμπερές από κάθε τι δικό μου, τόσο λαμπερές που δεν μπορώ να τις κοιτώ. Αποστρέφω το βλέμμα. Μόνο έτσι καταφέρνω να δω. Ή έτσι νομίζω.

Δίπλα στην κίσσα κι εγώ, να της εξιστορώ τις συζητήσεις μας. Δεν με γέμισε η απάντησή σου. Αντιθέτως με άδειασε. Κατάφερες να αλλάξεις ορισμούς αυστηρά καθορισμένους στο μυαλό μου. Ελπίζω τουλάχιστον εσύ να το ευχαριστήθηκες. Μα ακόμα κι αν άλλαξες τον ορισμό δεν απάντησες στην ερώτηση μου, μάλλον γιατί δεν στην έθεσα ποτέ...

Καλούμαι λοιπόν να απαντήσω εγώ και στους δυο μας. Η έκτη (ψευδ)αίσθηση λέγεται ελευθερία. Φάνηκες να με κατάλαβες καλύτερα από κάθε άλλον. Μπορεί να γεννήθηκα κίσσα χωρίς φτερά και να ψάχνω μάταια να την γνωρίσω, μα πίνω στην υγειά της και φτάνω κάθε μέρα πιο κοντά. Πιστεύεις ότι μπορείς να ονομάζεις ότι θες συνειδητό ή ασυνείδητο, εγώ πιστεύω ότι μπορείς και ελευθερώνεσαι.

Σε ευχαριστώ

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Ο Λύκος της στέπας

Χειμερινή, άγρια και μοναχική φιγούρα. Με τρίχωμα πυκνό, άσπρο και γκρι, να περιπλανιέμαι ψάχνοντας τη δικιά μου αγέλη. Συνηθίζοντας τη μοναξιά... Ώσπου αντάμωσα την οικογένειά μου, τα ξαδέρφια μου. Και πήγα να τους μιλήσω, μα δεν με άκουσαν. Μαθημένοι στη συνύπαρξη με τους ανθρώπους, σκλαβωμένοι στη δικιά τους μιζέρια. Όπως τους λένε,μεγαλωμένοι σαν σκύλοι. Με κυνήγησαν, θυμάμαι τα πνευμόνια μου να καίνε. να προσπαθώ να ξεφύγω από τον καπνό και τη σκόνη τους. Προσπαθούσα να ανασάνω, είχα μουδιάσει ολόκληρος, τ'αυτιά μου βούιζαν και άκουγα τον χτύπο της καρδιάς, που σφυροκοπούσε, να κρύβεται στους ήχους που απομακρύνονταν. Γύρισα πίσω μου, δεν ήταν κανείς. Μα δεν ένιωσα την ελευθερία που ευωδίαζε την μαύρη νύχτα γύρω μου. Με έζωσε ο φόβος. Βρομούσε. Βρομούσε ανηθικότητα, όπως ο φόνος της ανθρώπινης θνητότητας. Βρομούσε ψυχές αλύτρωτες, φυλακισμένες στην ελευθερία της ζωής.

Και τότε με δάγκωσαν. Πάγωσα, στριφογύρισα για λίγο ανήμπορος, ενώ πάλευα χωρίς να ξέρω γιατί. Σίγουρα όχι για να ξεφύγω. Νόμιζα θα εκραγώ. Κι όταν κατάφερα να ανοίξω τα μάτια μου, το τοπίο είχε χαθεί. Είδα για μια στιγμή την μαυρίλα του στερεώματος να με τυλίγει, τα χρώματα των άστρων να στροβιλίζονται. Και όταν η αναστάτωση κατακάθισε, συνέθεσε το κρύο σου δωμάτιο. Σε κοίταξα, και στο ζεστό χαμόγελό σου η φυγή του λύκου έμοιασε με ένα κακό όνειρο, απ'το οποίο μόλις ξύπνησα...