Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

'Απὸ τοῦ ἡλίου μετάστηθι


Περνούσαν τα χρόνια, μεγάλωνε, και μάθαινε να ακούει. Να ακούει τους γονείς του, να ακούει τους φίλους του, να ακούει τους δασκάλους του. Ήταν ένα διαφορετικά συνηθισμένο παιδί, συνηθισμένα μάτια, συνηθισμένα μαλλιά και μέτριο ύψος. Και παρ' όλη τη μέτρια εμφάνισή του, δεν ήταν σε τίποτα μέτριος. Σιχαινόταν τη μετριότητα. Όλη του τη μέρα την ανάλωνε σε σκέψεις που σπάνια τελείωνε και που ποτέ δεν εξέφραζε.


Ήταν δεν ήταν τριών, κι όλοι του έλεγαν ότι δεν ξέρεις τι είναι να ρωτάς, έτσι θα μάθεις. Και έμαθε. Έμαθε πώς ότι δεν ξέρεις καλύτερα να μην το ρωτάς. Πρώτα πρώτα η απάντηση που παίρνεις είναι "σταμάτα να κάνεις ερωτήσεις, αυτά τα πράγματα είναι για μεγάλους". Έπειτα η σκέψη γεννά ερωτήματα και τα ερωτήματα αμφισβήτηση. Και κάπου στα δεκατρία συνόψισε τη δικιά του αλήθεια στην μία τους κουβέντα. "Το μεγαλύτερο προτέρημα στη ζωή είναι να έχεις στόμα και να μη μιλάς." Και δεν μίλησε, όχι γιατί συμφώνησε, αλλά η απάντηση είναι αδελφή της σκέψης, θέλει θάρρος. Κι ο Ευρυσθένης το θάρρος του το σπαταλούσε σε σκέψη.


Ένα βράδυ, είδε στον ύπνο του ότι έκλαιγε. Έκλαιγε όσο ποτέ δεν είχε κλάψει. Τότε ήταν που η σκέψη του πήρε μορφή, μια μορφή ολέθρια σαν τον έρωτα και με όψη που θύμιζε γκρίζο σύννεφο. Ολέθρια για τον ίδιο...; Όπως και να χει ο Ευρυσθένης δίστασε να της πει τον λόγο. Δίστασε μα η σκέψη του επέμενε να μάθει γιατί κλαίει.


- Μπορεί η μέρα που θα απαντήσω να μην ξημέρωσε ακόμα, μπορεί να ξημέρωσε και να μην το     κατάλαβα. Μα εγώ θα την ονειρεύομαι, ελπίζοντας κάποτε να 'ρθει.


- Δεν σε καταλαβαίνω, του είπε η Σκέψη. Είναι λόγος αυτός να κλαις;


- Δεν μπορείς να με καταλάβεις. Για σένα ο ουρανός σημαίνει ελευθερία, για μένα είναι ένα           ακόμα όριο. Εσύ κοιτάς ψηλά και βλέπεις τον ήλιο, εγώ μονάχα σύννεφα. Μα κάποια μέρα ξέρω   πώς θα ξυπνήσω και ο ήλιος δεν θα κρύβεται πια, δεν θα υπάρχουν σύννεφα να τον κρύβουν.


Η Σκέψη δεν μίλησε, τον κοίταξε βουβή, απόκοσμη. Του χάρισε το γεμάτο θλίψη χαμόγελό της, κι έπειτα εξαφανίστηκε μαζί με το όνειρό του...


Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Συνήθισες το χαμόγελο και η λύπη σε τρομάζει

-Στάσου, μη φεύγεις. Ήταν τα μόνο λόγια που κατάφερε να ψελλίσει, ενώ την κοίταζε να απομακρύνεται. Η ήδη θολή εικόνα της έσβηνε από τα μάτια του, και προπάντων από το μυαλό του. Δεν την άκουγε καθώς βημάτιζε στο λιθόστρωτο, δεν άκουγε τίποτα. Μα στ'αυτιά του βούιζε μια φωνή, που μάλλον δική της ήταν, να του λέει: "τι εννοείς αν θα σε ξεχάσω; Ποτέ μου δεν σε γνώρισα, όπως δεν με γνώρισες εσύ. Κι αν σε συνάντησα μια όποια νύχτα, με προσπέρασες, με κοίταξες με περιφρόνηση και συνέχισες να περπατάς. Να περπατάς σκυφτός. Και θα περπατάς σκυφτός, γιατί η παρουσία μου σε κάνει κακό κι η απουσία μου κουρέλι. Αντίο. Είθε να γνωριστούμε κάποτε."

Δεν την ξανάδε. Έψαχνε καιρό να την βρει, όχι πολύ, όλη του τη ζωή. Πάνω που νόμιζε ότι την βρήκε κατάλαβε το λάθος του. Ποτέ δεν θα την βρει, γιατί η ευτυχία γι'αυτόν είχε πεθάνει, μαζί με τον θάνατό του.

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Στους ευσεβείς μας φόβους

Υπάρχεις μέσα μου βαθιά
και κάθε μέρα ξεπετιέσαι
για να θεριέψεις σαν φωτιά
που στον καπνό ξανακυλιέσαι

Μου έχεις γίνει εμμονή
που τρέφεται από εικόνες
μα η δικιά σου επιμονή
σαν τρύπημα από βελόνες

Μοιάζεις με δράκο φοβερό
που κάτι του μυαλού σκοτώνει
κι εγώ ουρλιάζω σαν μωρό
ενώ η σκέψη μου θολώνει

Έχεις μια όψη τρομερή
και βλέμμα που με ξεγυμνώνει
μα το γλυκό σου το φιλί
πάλι τις σκέψεις μου ματώνει.
Ο γκρι δράκος που λεγόταν φόβος

Τον συνάντησα στον ύπνο μου. Ήταν μια επιβλητική φιγούρα, θολά ξεκάθαρη και γνώριμη. Με νύχια σουβλερά, ικανά να ξεσκίσουν μυαλό και σάρκα. Τα δόντια του μύριζαν θειάφι, όμοια με παγωμένο ατσάλι στο άγγιγμα, ενώ τα μάτια του έμοιαζαν να με ξέρουν από καιρό. Μα το πιο τρομακτικό δεν ήταν η εμφάνισή του, ήταν ο πυκνός καπνός που έβγαινε από τα ρουθούνια του και με τύλιγε, με έσφιγγε σα φίδι. Κι εγώ έμενα ακίνητος να τον κοιτώ. Κι άνοιξα το στόμα μου, αλλά προτού προλάβω να μιλήσω εξαφανίστηκε. Και ξύπνησα. Μα η αίσθηση από το βλέμμα του κι από τον καπνό έμεινε να με στοιχειώνει...


Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Σκέφτομαι ποια αισθήματα να γράψω
και ότι μέσα μου αν ψάξω
όλα εκείνα που θα βρω
αλλότρια θα 'ναι, κι όχι εγώ

Ίσως να πρέπει να τ'αφήσω
και στη ματιά σου να εντρυφήσω
Αγάπη μου έπαθα ζημιά
απ'του μυαλού σου τη φωτιά

Μα είναι τα λόγια σου σα' νύχια
που στο μυαλό μου φέρνουν βήχα
Κι εγώ για σε' ασφυκτιώ
από έρωτα θα τρελαθώ

Με παραμύθια σ'έχω ντύσει
κι η πίεση είναι σαν βρύση
που προσπαθώ να ξεπλυθώ,
από τα ξένα μου εγώ.

Κάποια στιγμή θα σταματήσουν
-προτού εμένα να γκρεμίσουν;
Μες του μυαλού μου τα ερείπια
μες των ματιών σου τη συνήθεια
στήργμα ψάνω για να βρω
στον έρωτα και στο ποτό.

Δεσμεύτηκα απέναντί σου
και μου 'χεις δώσει την ψυχή σου.
Μα ειλικρινά αν δε με πιστέψεις
με θάνατο θα με παντρέψεις

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

And now you do what they told ya (Το τσιγάρο της σκέψης)

Fuck you, I want do what you tell me... Ήρθε ο καιρός, ήρθε και έφυγε. Μα δεν μπορούν όλοι να τον ακολουθήσουν. Εγώ. Κι αυτός ο στίχος με έχει κάνει έρμαίο του, όπως με έκανες εσύ, ηλίθιε και ξένε εαυτέ. Και έχω εσάς, να σας φουμάρω σαν καπνό, τις σκέψεις άλλων. Που σας έκανα δικές μου και έχω αρχίσει να αρρωσταίνω, και βήχω, σε μια ανέλπιδη προσπάθεια να καθαρίσω τα πνευμόνια μου, να ανασάνω καθαρό αέρα. Μα παίρνω μόνο καπνό, κι ασφυκτιώ εθισμένος. Κακιά συνήθεια το τσιγάρο της σκέψης... σκέψη που μένει ανολοκλήρωτη, όπως κι εγώ.


Όσο βυθίζομαι σ' αυτό
τόσο χάνω εαυτό.
Κι ας μην ήσουνα δικός μου...

Now you're under control.

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

Μέτρα τα λόγια σου όταν τα λόγια σου μετράνε…


Πολλές φορές λέμε πράγματα χωρίς να τα σκεφτούμε, έτσι απλά. Κι όμως μπορεί το τόσο ασήμαντο για εμάς να σπουδεολογηθεί από κάποιον άλλο. Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι χρειάζομαι κάποιον που να μετρά το δικό μου ασήμαντο. Κι όμως να που τον βρήκα. Περίεργη αίσθηση, δεν είμαι σίγουρος ότι μου αρέσει. Δεν ξέρω καν αν μπορώ να σου δώσω μια ευκαιρία, δεν σε αξίζω.

Περίεργο πράγμα οι αναμνήσεις...

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

Θα σου μιλήσω για θάνατο. 

Υπάρχουν στιγμές που νοιώθω ελεύθερος. Μικρές, σχεδόν ανύπαρκτες και συνάμα τρομακτικά αληθινές. Αυτή δεν είναι μία από αυτές τις στιγμές, νοιώθω φυλακισμένος. Φυλακισμένος σε μια ζωή που με έχει κουράσει, σε μια ζωή που ποιος ξέρει αν προορίζονταν για εμένα; Και μια ζωή που εσύ, αγαπητέ αναγνώστη, ίσως πιο σύντομα από εμέ' να 'χες αποτινάξει.

Οραματίζομαι ένα τοπίο ανοιξιάτικο, γεμάτο αντιθέσεις και ζωή. Γιατί όπως είπα θα σου μιλήσω για θάνατο, και θάνατος χωρίς ζωή δεν υπάρχει. Αυτή είναι η μισή αλήθεια για εμένα. Η άλλη μισή είναι ότι η ζωή είναι ο θάνατος της ανυπαρξίας, θάνατος αργός και βασανιστικός, που ξεγελά για λίγο με τη γλύκα του και που όλοι καταδικαστήκαμε χωρίς να φταίμε.

Πίσω στο τοπίο λοιπόν. Καταγάλανος ουρανός, με ένα ή δύο άσπρα σύννεφα στο βάθος κι ένας αετός κάπου κόβει βόλτες. Τα βουνά από κάτω με κυκλώνουν, κι εγώ νομίζω ότι είναι πολύ μακριά για να με πλακώσουν. Όσο πλησιάζω το βλέμμα γύρω μου βλέπω λουλούδια, με κατά πράσινους μίσχους, ανεξήγητα δελεαστικούς, να λικνίζονται στο απαλό ανοιξιάτικο αεράκι. Κάπου εκεί υπάρχει ένα δέντρο. Κάτω από το δέντρο ένας λαγός.

Δύο πράγματα θέλω να πω για αυτό το τοπίο. Πρώτον δεν αναφέρθηκα πουθενά σε μυρωδιές. Η όσφρηση είναι βασική αίσθηση για μένα, και η ζωή (ή θάνατος) ούτε να γίνει αισθητή μπορεί, ούτε να τη μυρίσεις. Δεύτερον κάθε άλλο παρά τυχαία μακρηγορώ. Άλλοτε είμαι λαγός, που όλον τον χειμώνα στερήθηκε τη φύση, και που ελεύθερος ή μάλλον ξέγνοιαστος βρίσκεται στο λιβάδι και άλλοτε είμαι ο αετός που πάντα θα ψάχνει ευκαιρία να τον σκοτώσει.

Και είναι τόσο βίαιη η ζωή μας, που θα μπορούσε κανείς να τη χαρακτηρίσει θανάσιμα ερωτεύσιμη. Ο θάνατος από την άλλη έχει μια παγερά γαλήνια γοητεία που ελκύει. Το μόνο πρόβλημα μαζί του είναι πώς είναι μόνιμος και μπορεί να συμβεί πολλές φορές. Kι έχω πεθάνει πολλές φορές στη ζωή μου. Αστείο, έτσι; Μα το χειρότερο δεν είναι να πεθαίνω, είναι να πεθαίνουν άλλοι. Ζω πεθαμένος, είμαι ελεύθερος στη φυλακή της σκέψης μου, είμαι ο αετός που ορμά για να σκοτώσει, και ξάφνου γίνομαι ο λαγός. Μα δεν είμαι ξέγνοιαστος πλέον. Με κατακλύζει ο φόβος και ο πανικός, και θέλω να τρέξω. Μα με κρατάνε εδώ, στυλωμένο.

Φοβάμαι λίγα πράγματα. Μα ένα με απασχολεί. Η απώλεια. Κι όσο κι αν φαίνεται να μην καταλαβαίνω, ξέρω πολύ καλά πώς νοιώθεις. Μα δεν ξέρεις πώς είναι να ξυπνάς φοβούμενος μήπως και χάσεις τον εαυτό σου.


Είναι τα λόγια σου που την καρδιά μου κάνουν κόμπο,
γιατί φοβάμαι μη σε χάσω.
Στη σκέψη σου θέλω να μπω,
γιατί ελπίζω να σε φτάσω.

Και είναι κάτι στιγμές, που ξέρω ότι υπάρχεις κι εσύ.
Και λέω πώς τίποτα δεν μπορεί να τις χαλάσει.

Θέλω να είμαι κοντά σου, μα φοβάμαι. Φοβάμαι μήπως δεν το θες, και σε τρομάξει.

Και μετά θυμάμαι, αν κάποιος τις χαλάει, αυτός είμαι εγώ.