'Απὸ τοῦ ἡλίου μετάστηθι
Περνούσαν τα χρόνια, μεγάλωνε, και μάθαινε να ακούει. Να ακούει τους γονείς του, να ακούει τους φίλους του, να ακούει τους δασκάλους του. Ήταν ένα διαφορετικά συνηθισμένο παιδί, συνηθισμένα μάτια, συνηθισμένα μαλλιά και μέτριο ύψος. Και παρ' όλη τη μέτρια εμφάνισή του, δεν ήταν σε τίποτα μέτριος. Σιχαινόταν τη μετριότητα. Όλη του τη μέρα την ανάλωνε σε σκέψεις που σπάνια τελείωνε και που ποτέ δεν εξέφραζε.
Ήταν δεν ήταν τριών, κι όλοι του έλεγαν ότι δεν ξέρεις τι είναι να ρωτάς, έτσι θα μάθεις. Και έμαθε. Έμαθε πώς ότι δεν ξέρεις καλύτερα να μην το ρωτάς. Πρώτα πρώτα η απάντηση που παίρνεις είναι "σταμάτα να κάνεις ερωτήσεις, αυτά τα πράγματα είναι για μεγάλους". Έπειτα η σκέψη γεννά ερωτήματα και τα ερωτήματα αμφισβήτηση. Και κάπου στα δεκατρία συνόψισε τη δικιά του αλήθεια στην μία τους κουβέντα. "Το μεγαλύτερο προτέρημα στη ζωή είναι να έχεις στόμα και να μη μιλάς." Και δεν μίλησε, όχι γιατί συμφώνησε, αλλά η απάντηση είναι αδελφή της σκέψης, θέλει θάρρος. Κι ο Ευρυσθένης το θάρρος του το σπαταλούσε σε σκέψη.
Ένα βράδυ, είδε στον ύπνο του ότι έκλαιγε. Έκλαιγε όσο ποτέ δεν είχε κλάψει. Τότε ήταν που η σκέψη του πήρε μορφή, μια μορφή ολέθρια σαν τον έρωτα και με όψη που θύμιζε γκρίζο σύννεφο. Ολέθρια για τον ίδιο...; Όπως και να χει ο Ευρυσθένης δίστασε να της πει τον λόγο. Δίστασε μα η σκέψη του επέμενε να μάθει γιατί κλαίει.
- Μπορεί η μέρα που θα απαντήσω να μην ξημέρωσε ακόμα, μπορεί να ξημέρωσε και να μην το κατάλαβα. Μα εγώ θα την ονειρεύομαι, ελπίζοντας κάποτε να 'ρθει.
- Δεν σε καταλαβαίνω, του είπε η Σκέψη. Είναι λόγος αυτός να κλαις;
- Δεν μπορείς να με καταλάβεις. Για σένα ο ουρανός σημαίνει ελευθερία, για μένα είναι ένα ακόμα όριο. Εσύ κοιτάς ψηλά και βλέπεις τον ήλιο, εγώ μονάχα σύννεφα. Μα κάποια μέρα ξέρω πώς θα ξυπνήσω και ο ήλιος δεν θα κρύβεται πια, δεν θα υπάρχουν σύννεφα να τον κρύβουν.
Η Σκέψη δεν μίλησε, τον κοίταξε βουβή, απόκοσμη. Του χάρισε το γεμάτο θλίψη χαμόγελό της, κι έπειτα εξαφανίστηκε μαζί με το όνειρό του...
Περνούσαν τα χρόνια, μεγάλωνε, και μάθαινε να ακούει. Να ακούει τους γονείς του, να ακούει τους φίλους του, να ακούει τους δασκάλους του. Ήταν ένα διαφορετικά συνηθισμένο παιδί, συνηθισμένα μάτια, συνηθισμένα μαλλιά και μέτριο ύψος. Και παρ' όλη τη μέτρια εμφάνισή του, δεν ήταν σε τίποτα μέτριος. Σιχαινόταν τη μετριότητα. Όλη του τη μέρα την ανάλωνε σε σκέψεις που σπάνια τελείωνε και που ποτέ δεν εξέφραζε.
Ήταν δεν ήταν τριών, κι όλοι του έλεγαν ότι δεν ξέρεις τι είναι να ρωτάς, έτσι θα μάθεις. Και έμαθε. Έμαθε πώς ότι δεν ξέρεις καλύτερα να μην το ρωτάς. Πρώτα πρώτα η απάντηση που παίρνεις είναι "σταμάτα να κάνεις ερωτήσεις, αυτά τα πράγματα είναι για μεγάλους". Έπειτα η σκέψη γεννά ερωτήματα και τα ερωτήματα αμφισβήτηση. Και κάπου στα δεκατρία συνόψισε τη δικιά του αλήθεια στην μία τους κουβέντα. "Το μεγαλύτερο προτέρημα στη ζωή είναι να έχεις στόμα και να μη μιλάς." Και δεν μίλησε, όχι γιατί συμφώνησε, αλλά η απάντηση είναι αδελφή της σκέψης, θέλει θάρρος. Κι ο Ευρυσθένης το θάρρος του το σπαταλούσε σε σκέψη.
Ένα βράδυ, είδε στον ύπνο του ότι έκλαιγε. Έκλαιγε όσο ποτέ δεν είχε κλάψει. Τότε ήταν που η σκέψη του πήρε μορφή, μια μορφή ολέθρια σαν τον έρωτα και με όψη που θύμιζε γκρίζο σύννεφο. Ολέθρια για τον ίδιο...; Όπως και να χει ο Ευρυσθένης δίστασε να της πει τον λόγο. Δίστασε μα η σκέψη του επέμενε να μάθει γιατί κλαίει.
- Μπορεί η μέρα που θα απαντήσω να μην ξημέρωσε ακόμα, μπορεί να ξημέρωσε και να μην το κατάλαβα. Μα εγώ θα την ονειρεύομαι, ελπίζοντας κάποτε να 'ρθει.
- Δεν σε καταλαβαίνω, του είπε η Σκέψη. Είναι λόγος αυτός να κλαις;
- Δεν μπορείς να με καταλάβεις. Για σένα ο ουρανός σημαίνει ελευθερία, για μένα είναι ένα ακόμα όριο. Εσύ κοιτάς ψηλά και βλέπεις τον ήλιο, εγώ μονάχα σύννεφα. Μα κάποια μέρα ξέρω πώς θα ξυπνήσω και ο ήλιος δεν θα κρύβεται πια, δεν θα υπάρχουν σύννεφα να τον κρύβουν.
Η Σκέψη δεν μίλησε, τον κοίταξε βουβή, απόκοσμη. Του χάρισε το γεμάτο θλίψη χαμόγελό της, κι έπειτα εξαφανίστηκε μαζί με το όνειρό του...