Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

Ένα καφάσι μπύρες

Σε ορισμένες φάσεις με πιάνω να μου μιλάω σαν να βγήκα από κείμενο του Μπουκόφσκι. Γενικά δεν μου αρέσει σαν συγγραφέας, νομίζω ο τρόπος που θέλει να παρουσιάζεται είναι λίγο εφηβικός. "Ήπια ένα μπουκάλι κρασί και δεν έβλεπα μπροστά μου, μετά πήρα ένα χάπι, πήδηξα την τάδε πουτάνα και ξέρασα. Τουλάχιστον αυτά θυμάμαι."
Θέλεις ο τρόπος του; Θέλεις η έλλειψη βάθους; Θέλεις η ομοιότητα που φοβάμαι; Κάτι σίγουρα δεν μου αρέσει. Κι επειδή δεν μου αρέσει αυτή η μελό περιγραφή λέω να πω αυτό που σκέφτομαι. Όπως έκανα και δεν με καταλάβαινες.

Πέρασε πολύς καιρός, πόνεσα, έκλαψα, απόρησα, ήλπισα, θύμωσα. Όλα παρελθόν. Και ήρθε με βρήκε το παρόν χωρίς να το καταλάβω. Χωρίς να ξέρω τι και αν νιώθω πλέον. Ή μάλλον δεν θέλω να ξέρω, μου φτάνει που σε αγαπώ. Όχι γι αυτό που είσαι, κάνε στον εαυτό σου τη χάρη και μην κολακευτείς. Γι'αυτό που ήθελα να είσαι, γι'αυτό που ήθελα να βλέπω και έβλεπα. Για να στο πω πιο σωστά, γι'αυτό που δεν είσαι. Δεν είσαι ούτε ο τέλειος άνθρωπος που ερωτεύτηκα. Ούτε ο μαλάκας που μου λέω, αν τύχει και σε σκεφτώ. Είσαι εσύ. Κι αυτό που (δεν) βλέπω με κάνει να μη σε ξέρω πια, να απορώ και με τους δυο μας. Με εμένα που την πάτησα μαζί σου κι με εσένα που άλλαξες έτσι.

Κατεβάζω μια γουλιά από την μπύρα (που θα 'λεγε κάποιος) και σταματάω την κλάψα. Ότι έγινε, έγινε. Σημασία δεν έχει που φτάσαμε, αλλά γιατί. Μετά από τόσο καιρό ελπίζω να το κατάλαβες κι εσύ. Όπως πίνω ένα καφάσι μπύρες για να μη σκέφτομαι, κάπως προσπαθείς κι εσύ να πνίξεις το φόβο σου.

Η μαμά μου λέει "γυρνάμε σε ότι δεν έχει τελειώσει" κι αυτό το γαμημένο καφάσι δεν έχει φτάσει ούτε στη μέση.